δυσανάλογος

δυσανάλογος
-η, -ο
επίρρ. ο ασύμμετρος: Τα ρούχα που φορούσε ήταν δυσανάλογα με το σώμα της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυσανάλογος — η, ο αυτός που δεν έχει αναλογία ή συμμετρία …   Dictionary of Greek

  • ασύμμετρος — Αυτός που δεν έχει συμμετρία, αυτός που είναι δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του. Στη γεωλογία, α. πτυχή λέγεται η πτυχή της οποίας το αξονικό επίπεδο δεν είναι κατακόρυφο. Στα μαθηματικά, α. αριθμός είναι ο άρρητος αριθμός. α. μεγέθη. Ας… …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… …   Dictionary of Greek

  • ασύντακτος — και χτος, η, ο (AM ἀσύντακτος, ον, Α και ἀξύν ) [συντάσσω] 1. ανοργάνωτος, άτακτος, ακατάστατος 2. (για στρατεύματα) αυτός που δεν έχει παραταχθεί για μάχη 3. (για λόγο ή κείμενο) που δεν τηρεί τους συντακτικούς κανόνες νεοελλ. για γραπτά κείμενα …   Dictionary of Greek

  • υδροκέφαλος — η, ο / ὑδροκέφαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός 2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τόν συγκροτούν («υδροκέφαλο… …   Dictionary of Greek

  • υδροκέφαλος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία (βλ. λ.), ο υδροκεφαλικός. 2. μτφ., που έχει το κύριο, το κεντρικό μέρος του δυσανάλογα μεγάλο: Υδροκέφαλο κράτος. 3. μτφ., δυσανάλογος, ασύμμετρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”